- ξεφουρνίζω
- 1. βγάζω κάτι από τον φούρνο2. μτφ. παρουσιάζω ή λέω κάτι εντελώς απρόοπτα, απροσδόκητα, χωρίς να τό περιμένουν3. (κατ' επέκτ.) λέω ψέματα ή λέω παράδοξα πράγματα («κάθε φορά που έρχεται μάς ξεφουρνίζει και μια καινούργια ιστορία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + φουρνίζω].
Dictionary of Greek. 2013.